Η δυσάρεστη αναπνοή, γνωστή και με τον επιστημονικό όρο “χαλίτωση”, αποτελεί μια άκρως ενοχλητική κατάσταση με έντονες ψυχολογικές και κοινωνικές προεκτάσεις. Η εμφάνισή της σχετίζεται με παθολογικές καταστάσεις της στοματοφαρυγγικής κοιλότητας και του πεπτικού συστήματος, χωρίς σε ορισμένες περιπτώσεις να αποκλείεται και η παρουσία υποκειμενικών ενοχλήσεων.
Αιτίες
Οι βασικές αιτίες της χαλίτωσης συνοψίζονται στις φλεγμονώδεις καταστάσεις της στοματικής κοιλότητας και του ρινοφάρυγγα, τα συστηματικά μεταβολικά νοσήματα, καθώς και στις διαιτητικές συνήθειες του ατόμου σε συνδυασμό πάντοτε με το επίπεδο της στοματικής του υγείας.
- Η παρουσία μικροβιακής πλάκας ή τρυγίας (πέτρας) στα ούλα, που αποτελεί και τη βασική προϋπόθεση για την εμφάνιση ουλίτιδας ή περιοδοντίτιδας, δύναται να προκαλέσει δυσάρεστη απόπνοια. Τα βακτήρια που εδράζονται στους ουλικούς ιστούς εγκαθιστούν μια γενικευμένη φλεγμονή με αποτέλεσμα τη χαλίτωση.
- Η αντιβακτηριδιακή και λιπαντική ιδιότητα του σάλιου είναι απαραίτητη για τη μείωση των δυσάρεστων οσμών της στοματικής κοιλότητας. Φάρμακα και συστηματικές καταστάσεις που οδηγούν στην ελάττωση της σιαλικής έκκρισης μπορούν να επιφέρουν χαλίτωση. Κατά τη διάρκεια της νύχτας βέβαια η ροή του σάλιου μειώνεται, γεγονός που επιφέρει τη λεγόμενη “πρωινή χαλίτωση”. Η κατάσταση αυτή γίνεται εντονότερη σε άτομα που κοιμούνται με το στόμα ανοιχτό.
- Ιογενείς ή μικροβιακές λοιμώξεις του ρινοφάρυγγα, όπως αμυγδαλίτιδα, ιγμορίτιδα ή του ανώτερου αναπνευστικού συστήματος, εδραιώνουν για το διάστημα της παραμονής τους μια δυσάρεστη αναπνοή.
- Συνήθειες όπως το κάπνισμα, η συχνή κατανάλωση οινοπνευματωδών ποτών και καφέ, μπορούν έμμεσα να οδηγήσουν στην κακοσμία του στόματος με την πρόκληση ουλίτιδας-περιοδοντίτιδας ή τερηδόνας ή άμεσα με τη δημιουργία χρωστικών κηλίδων στα δόντια που επιφέρουν δυσάρεστη οσμή.
Η πλημμελής καθαριότητα των μερικών ή ολικών Οδοντοστοιχιών επιτρέπει την παραμονή τροφών και συστατικών τους σε σημεία που εντός ολίγων ημερών προκαλούν δυσάρεστη οσμή. - Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ) επιτρέπει σε όξινα υγρά του πεπτικού σωλήνα να ακολουθούν αντίθετη ροή και να επιστρέφουν στο στόμα από το στομάχι μέσω του οισοφάγου. Η συχνότητα των κρουσμάτων ΓΟΠ επιφέρει και την ανάλογη εμφάνιση χαλίτωσης.
- Διαιτητικές συνήθειεςμε προϊόντα όπως σκόρδα, κρεμμύδια, καρυκεύματα διαφόρων ειδών επηρεάζουν σαφώς δυσάρεστα την αναπνοή. Επίσης η δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες οδηγούν στην αναγκαστική καύση του λιπώδους ιστού για την άντληση της απαιτούμενης ενέργειας των καθημερινών μας αναγκών. Το τελικό προϊόν αυτής της καύσης είναι οι κετόνες, που επιφέρουν μια έντονα φρουτώδη-ξινή επίγευση και δυσάρεστη οσμή.
- Η διαβητική κετοξέωση αποτελεί μια σοβαρή διαταραχή του μεταβολισμού και είναι αποτέλεσμα ενός σύνθετου μηχανισμού στον οποίο συμμετέχουν η ανεπάρκεια της ινσουλίνης, η αυξημένη έκκριση ορμονών του stress (αυξητική ορμόνη, γλυκογόνη, κορτιζόλη, κατεχολαμίνες) και η υποογκαιμία. Στα κλινικά χαρακτηριστικά που τη συνοδεύουν περιλαμβάνεται η απόπνοια οξόνης, γεγονός που είναι αιτία χαλίτωσης.
- Το έντονο stress και η εκδήλωση ψυχοσωματικών καταστάσεων είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην ψευδαίσθηση της κακοσμίας του στόματος και επιδέχονται ψυχολογικής, καθησυχαστικής παρέμβασης για την επίλυσή τους.
Η πλημμελής καθαριότητα των μερικών ή ολικών Οδοντοστοιχιών επιτρέπει την παραμονή τροφών και συστατικών τους σε σημεία που εντός ολίγων ημερών προκαλούν δυσάρεστη οσμή. - Η γαστροοισοφαγική παλινδρόμηση (ΓΟΠ) επιτρέπει σε όξινα υγρά του πεπτικού σωλήνα να ακολουθούν αντίθετη ροή και να επιστρέφουν στο στόμα από το στομάχι μέσω του οισοφάγου. Η συχνότητα των κρουσμάτων ΓΟΠ επιφέρει και την ανάλογη εμφάνιση χαλίτωσης.
- Διαιτητικές συνήθειεςμε προϊόντα όπως σκόρδα, κρεμμύδια, καρυκεύματα διαφόρων ειδών επηρεάζουν σαφώς δυσάρεστα την αναπνοή. Επίσης η δίαιτα με χαμηλή περιεκτικότητα σε υδατάνθρακες οδηγούν στην αναγκαστική καύση του λιπώδους ιστού για την άντληση της απαιτούμενης ενέργειας των καθημερινών μας αναγκών. Το τελικό προϊόν αυτής της καύσης είναι οι κετόνες, που επιφέρουν μια έντονα φρουτώδη-ξινή επίγευση και δυσάρεστη οσμή.
- Η διαβητική κετοξέωση αποτελεί μια σοβαρή διαταραχή του μεταβολισμού και είναι αποτέλεσμα ενός σύνθετου μηχανισμού στον οποίο συμμετέχουν η ανεπάρκεια της ινσουλίνης, η αυξημένη έκκριση ορμονών του stress (αυξητική ορμόνη, γλυκογόνη, κορτιζόλη, κατεχολαμίνες) και η υποογκαιμία. Στα κλινικά χαρακτηριστικά που τη συνοδεύουν περιλαμβάνεται η απόπνοια οξόνης, γεγονός που είναι αιτία χαλίτωσης.
Το έντονο stress και η εκδήλωση ψυχοσωματικών καταστάσεων είναι δυνατόν να οδηγήσουν στην ψευδαίσθηση της κακοσμίας του στόματος και επιδέχονται ψυχολογικής, καθησυχαστικής παρέμβασης για την επίλυσή τους.
Η ταξινόμηση της χαλίτωσης που επιχειρήθηκε από επιστήμονες πριν λίγα χρόνια, ουσιαστικά διαχωρίζει την παθολογική εμφάνισή της από την υποκειμενική κακοσμία του στόματος ή αλλιώς ψευδοχαλίτωση
Διάγνωση
Ο λεπτομερής έλεγχος του ιατρικού και Οδοντιατρικού ιστορικού του ατόμου με χαλίτωση, είναι απαραίτητος προς την κατεύθυνση της έγκαιρης διάγνωσης και επίλυσης του προβλήματος. Τα τελευταία χρόνια έχουν προταθεί συγκεκριμένες μέθοδοι που βοηθούν στο να τεθεί η αντικειμενική ή υποκειμενική διάγνωση της χαλίτωσης. Αναλυτικά:
- Χαλίμετρο :συσκευή που υπολογίζει την ποσότητα των ουσιών που εκκρίνονται σε περιπτώσεις κακοσμίας στόματος. Είναι ευαίσθητο στην κατανάλωση αλκοόλ, ενώ οι μετρήσεις του δυστυχώς στερούνται ακρίβειας και κλινικής χρησιμότητας σε επίπεδο που να αρκούν για να θέσουν τη διάγνωση.
- Χρωματογραφία αέριων ουσιών : ψηφιακή μέτρηση των ενοχοποιούμενων βακτηριδιακών συστατικών για κακοσμία του στόματος.
- BANA test : μέτρηση των ενζυμικών συστατικών συγκεκριμένων βακτηριδίων που προκαλούν κακοσμία στόματος.
- Μέτρηση β-γαλακτοξειδάσης : Συνδέεται άμεσα με την εμφάνιση της κακοσμίας του στόματος.
Αντιμετώπιση
Ο διαχωρισμός της παθολογικής χαλίτωσης από την ψευδοχαλίτωση είναι ο αρχικός στόχος του εδικού ιατρού, Οδοντιάτρου ή Στοματολόγου στην αντιμετώπιση της ενοχλητικής αυτής κατάστασης. Στην τεκμηρίωση οιασδήποτε παθολογικής κατάστασης που συνδέεται με την κακοσμία του στόματος, η θεραπεία βρίσκεται στην αντιμετώπιση της πρωτοπαθούς βλάβης (δίαιτα, βελτίωση στοματικής υγείας, αντιμετώπιση συστηματικών μεταβολικών νοσημάτων κτλ).
Σε περιπτώσεις που δεν ευσταθούν ή δεν επαληθεύονται οι σχετιζόμενες με την κακοσμία προαναφερθείσες αιτίες, η κατάσταση αναφέρεται ως υποκειμενική και κύριος αιτιολογικός παράγοντας είναι το stress.
Σε κάθε περίπτωση η καλή στοματική υγεία (τακτικό βούρτσισμα, χρήση οδοντικού νήματος, ορθή χρήση αντισηπτικών διαλυμάτων στόματος, συχνός έλεγχος τερηδόνας στον Οδοντίατρο κ.ά.) αποτελεί το πρώτο βήμα για την αντιμετώπιση του δυσάρεστου αισθήματος της άσχημης αναπνοής.